-
1 κατοικεω
тж. med.1) населять, обитать(Οὔλυμπον Pind.; τούσδε τοὺς τόπους Soph.; ἐν ἄστει Plat.; τὸν ναόν, ἐπὴ πᾶν τὸ πρόσωπον τῆς γῆς NT.)
2) селиться, заселять(πόλιν Ζάγκλην Her.; τήνδε γῆν Κορινθίαν, Κιθαιρῶνος λέπας Eur.; εἰς πόλιν NT.; med. κατὰ κώμας Her.)
οἱ παρὰ τέν Ἐροθρέν θάλασσαν κατοικήμενοι Her. — жители берегов Эритрепского моря3) помещаться, находиться, быть расположенным(ἐν πεδίοις Plat.)
4) pass. быть управляемым
См. также в других словарях:
κατοικώ — (ΑΜ κατοικῶ, έω) [κάτοικος] 1. είμαι κάτοικος ενός τόπου, διαμένω, οικώ (α. «κατοικεί μονίμως στην Αυστραλία» β. «γνωστὸν ἐγένετο πᾱσι τοῑς κατοικοῡσιν Ἱερουσαλήμ», ΚΔ γ. «ἁνήρ κατοικεῑ τούσδε τοὺς τόπους», Σοφ.) 2. διαμένω σε μια οικία, είμαι… … Dictionary of Greek